πραγματικός -ή -ό Adj.  [pragmatikos -i -o, prarmatikos -i -o, pragmatikos -h -o]

(236)
  Adj.
(172)
  Adj.
(76)
  Adj.
(70)
  Adj.
(19)
  Adj.
(4)
  Adj.
(2)

GriechischDeutsch
Συγκεκριμένα, η Επιτροπή διατύπωσε αμφιβολίες σχετικά με τον όρο σύμφωνα με τον οποίο ο πραγματικός ιδιοκτήτης του πλοίου πρέπει να διαμένει ή να εδρεύει στην περιοχή για την οποία προορίζεται η αναπτυξιακή ενίσχυση, καθώς και σχετικά με την ύπαρξη ουσιαστικού «αναπτυξιακού χαρακτήρα».Die Kommission bezweifelte insbesondere, dass die Bedingung, der zufolge der tatsächliche Eigentümer des Schiffs in dem für Entwicklungshilfe in Frage kommenden Land ansässig sein muss, erfüllt war und dass die Beihilfe eine echte Entwicklungskomponente aufwies.

Übersetzung bestätigt

Παρόλο που όταν θεσπίστηκε η διάταξη αυτή υπήρχε πραγματικός κίνδυνος υπέρβασης των μέγιστων αυτών ποσοτήτων, ο κίνδυνος αυτός δεν υφίσταται πλέον.Als diese Vorschrift eingeführt wurde, bestand eine echte Gefahr, dass diese Höchstmengen überschritten werden, doch dies ist nun nicht mehr der Fall.

Übersetzung bestätigt

Διανομείς και πελάτες επιβεβαίωσαν ότι η OMG θα ήταν ο μόνος πραγματικός εναλλακτικός προμηθευτής εκτός από την New Inco.Vertriebshändler und Kunden haben bestätigt, dass OMG der einzige Anbieter als echte Alternative zu New Inco ist.

Übersetzung bestätigt

Εάν δεν ληφθούν πάραυτα τα κατάλληλα μέτρα, υπάρχει πραγματικός κίνδυνος διαρροής εκπομπών και απώλειας θέσεων εργασίας, εξαιτίας του σωρευτικού κόστους του συνόλου των ενεργειακών πολιτικών.Aufgrund der kumulativen Kosten sämtlicher energiepolitischer Maßnahmen besteht eine echte Gefahr der Verlagerung von CO2-Emissionsquellen ("carbon leakage") und der Abwanderung von Arbeitsplätzen, wenn nicht umgehend die erforderlichen Maßnahmen ergriffen werden.

Übersetzung bestätigt

Εάν δεν ληφθούν πάραυτα τα κατάλληλα μέτρα, υπάρχει πραγματικός κίνδυνος διαρροής εκπομπών και απώλειας θέσεων εργασίας, εξαιτίας του σωρευτικού κόστους του συνόλου των πολιτικών ενέργειας.Aufgrund der kumulativen Kosten sämtlicher energiepolitischer Maßnahmen besteht eine echte Gefahr der Verlagerung von CO2-Emissionsquellen ("carbon leakage") und der Abwanderung von Arbeitsplätzen, wenn nicht umge­hend die erforderlichen Maßnahmen ergriffen werden.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

  • πραγματικός (maskulin)
  • πραγματική (feminin)
  • πραγματικό (neutrum)


Griechische Definition zu πραγματικός -ή -ό

πραγματικός -ή -ό [praγmatikós] : που ανήκει ή που αναφέρεται στα πράγματαI1, στην πραγματικότητα. ANT μη πραγματικός, εξωπραγματι κός. || (ειδικότ.) που υπάρχει αντικειμενικά και πραγματικά, που είναι αληθινός (και όχι φανταστικός, φαινομενικός, πλασματικός, ψεύτικος): Πραγματικά γεγονότα / περιστατικά / στοιχεία / δεδομένα / έσοδα. Mας διηγήθηκε μια πραγματική ιστορία. Είναι πραγματικός -ή -ό φίλος. Aποκαλύφθηκαν οι πραγματικές προθέσεις του. Bρήκε τον πραγματικό του εαυτό. Aσκήσεις με πραγματικά πυρά. ANT άσφαιρα. || (νομ.) που ανήκει ή που αναφέρεται σε κάποιο (περιουσιακό) αντικείμενο. ANT προσωπικός. || (μαθημ.) πραγματικοί αριθμοί, όλοι οι ρητοί και άρρητοι αριθμοί. || (οικον.) πραγματικός -ή -ό μισθός: α. το σύνολο των αγαθών και υπηρεσιών που μπορεί να αγοράσει ο εργαζόμενος με το μισθό του (σε αντιδιαστολή προς τον ονομαστικό): Ο πληθωρισμός και η άνοδος του κόστους της ζωής μειώνουν τον πραγματικό μισθό των εργαζομένων. β. (γενικότ.) τα διάφορα εργασιακά πλεονεκτήματα ή οι κοινωνικές παροχές που θεωρούνται και αυτά ως εισόδημα (π.χ. καλό ωράριο, άδειες, συνθήκες εργασίας κτλ.). Πραγματικό κεφάλαιο, τα οικονομικά αγαθά που χρησιμοποιούνται στην παραγωγική διαδικασία (μηχανές, εργαλεία κτλ.) με σκοπό τη δημιουργία νέων αγαθών. || (οπτ.) Πραγματικό είδωλο, εικόνα που σχηματίζεται πραγματικά με τη συγκέντρωση των φωτεινών ακτίνων που προέρχονται από ένα αντικείμενο. ANT φανταστικό. πραγματικά ΕΠIΡΡ στην πραγματικότητα, στ΄ αλήθεια, όντως: Είμαι πραγματικός -ή -ό συγκινημένος / χαρούμενος / λυπημένος. Ποτέ δεν υπήρξε πραγματικός -ή -ό ευτυχισμένος. Kλαίω / στενοχωριέμαι / χαίρομαι πραγματικός -ή -ό. Kαι πραγματικός -ή -ό έμεινα άναυδος. Tον αγάπησε πραγματικός -ή -ό.

[λόγ. < ελνστ. πραγματικός `κατάλληλος για δράση, σχετικός με το θέμα΄ & σημδ. γαλλ. réel]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback